ἅψαντες

ἅψαντες
ἅπτω
fasten
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κριηδόν — (Α) επίρρ. σαν κριάρι (ἅψαντες εἴτ ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, λεοντ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • παρίας — Όνομα που πέρασε στην ελληνική μέσω των ευρωπαϊκών γλωσσών, για να δηλώσει το άτομο που δεν ανήκει σε κάποια κοινωνική τάξη. Προέρχεται από το ινδικό paraiyan που σημαίνει σκλάβος και αναφέρεται σε καταπιεσμένη κάστα και πληθυσμό της Νότιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”